με κρέμα
51καϊμάκι — το 1. λεπτό πηχτό σώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού γάλακτος, ανθόγαλα, αφρόγαλα, κρέμα 2. το πυκνό αφρώδες επίστρωμα που σχηματίζεται κατά το βράσιμο τού ελληνικού καφέ 3. μτφ. το καλύτερο μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός, το άνθος. [ΕΤΥΜΟΛ …
52κρεμάθρα — η (Α κρεμάθρα) νεοελλ. 1. κρεμάστρα 2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα τής οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του αρχ. κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα,… …
53κρεμάλα — η 1. ικρίωμα με κινητό βρόχο ο οποίος περνιέται από τον λαιμό καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο πάνω στο οποίο στέκεται, η αγχόνη 2. η θανατική ποινή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε κρέμασμα από τον… …
54κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
55μάσκα — Βλ. λ. προσωπείο. * * * η 1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα 2. κάλυμμα ενός σημείου τού προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών 3. η έκφραση… …
56μους — (I) η αφρός που χρησιμοποιείται για φορμάρισμα τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousse (βλ. λ. μους [ΙΙ]), λ. η οποία χρησιμοποιείται για κάθε αντικείμενο που έχει αφρώδη υφή]. (II) το ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο… …
57μπεσαμέλ — η άκλ. λευκή σάλτσα από κρέμα που παρασκευάζεται από γάλα, τυρί, βούτυρο και αβγά και χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητά φούρνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bechamel από το όν. τού Γάλλου χρηματιστή Μπεσαμέλ που τήν επινόησε] …
58μπουγάτσα — και μπογάτσα, η είδος εδέσματος τού ταψιού με ανατολίτικη προέλευση, που παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης και γέμιση από κρέμα γάλακτος ή τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πογάτσα < τουρκ. bogăca < ιταλ. focaccia «γλύκισμα»] …
59ξαπλώστρα — η αναπαυτική πολυθρόνα στην οποία ξαπλώνει κάποιος, ξαπλωτήρα, σαιζλόγκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλώνω + κατάλ. στρα (πρβλ. κρεμά στρα, ξύ στρα)] …
60πέτσα — η, Ν 1. επιδερμίδα, δέρμα 2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια τού οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα τής πληγής» εφελκίδα β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» κρούστα γ. «πέτσα τού ψωμιού» η κόρα) 3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα»… …