1μείστος — μεῑστος, η, ον (ΑM) 1. ελάχιστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστον τουλάχιστον. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού μείων (πρβλ. πλείστος)] …
Dictionary of Greek
2μεῖστος — least masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3μεῖστον — μεῖστος least masc acc sg μεῖστος least neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
4μεῖστα — μεῖστος least neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)