μεῖζον κακὸν ἀκ
1Εἰ δὲ κακὸν εἴπῃς, τάχα κ’αὐτὸς μεῖζον ἀκούσαις. — См. Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
2кто говорит что хочет, услышит, чего и не хочет — Ср. Cum dixeris quae vis, quae non vis audies. S. Hieronymus adv. Rufin. 3, 42. Ср. Qui quae vult, dicit, quae non vult, audiet. Terent. Andr. 5, 4, 17. Ср. Hor. Sat. 2, 3, 298. Ср. Ειπών α θέλεις, ακουε καί α μη θέλεις. Кто говорит, что хочет,… …
3Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет — Кто говоритъ, что хочетъ, услышитъ чего и не хочетъ. Ср. Cum dixeris quae vis, quae non vis audies. S. Hieronymus adv. Rufin. 3, 42. Ср. Qui quae vult, dicit, quae non vult, audiet. Terent. Andr. 5, 4, 17. Ср. Hor. Sat. 2, 3, 298. Ср. Εἰπὼν ἃ… …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …
5επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …
6μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) …
7ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …