μείλιγμα
1μείλιγμα — neut nom/voc/acc sg …
2μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για …
3μείλιγμ' — μείλιγμα , μείλιγμα neut nom/voc/acc sg …
4μειλιγμάτων — μείλιγμα neut gen pl …
5μειλίγμασι — μείλιγμα neut dat pl …
6μειλίγμασιν — μείλιγμα neut dat pl …
7μειλίγματα — μείλιγμα neut nom/voc/acc pl …
8μειλίγματι — μείλιγμα neut dat sg …
9μειλίγματ' — μειλίγματα , μείλιγμα neut nom/voc/acc pl μειλίγματι , μείλιγμα neut dat sg μειλίγματε , μείλιγμα neut nom/voc/acc dual …
10μείλιχμα — μείλιχμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μείλιγμα …
Страницы
- 1
- 2