μείλια
1μείλια — μείλια, τὰ (Α) 1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους 2. προίκα («ἐγὼ δ ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ , ὅσο οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.) 3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια 4. αφιερώματα που προσφέρονται από …
2μείλια — soothing things neut nom/voc/acc pl μείλιον neut nom/voc/acc pl …
3смило — приданое , только русск. цслав. смило, наряду со смѣино, смѣина – то же (Срезн. III, 443, 450). Сравнивают с греч. μείλιον, обычно мн. μείλια отрадные дары, приданое, украшения ; см. Прельвиц 286. Миклошич (Мi. ЕW 311) считает неясным …
4NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …
5επιμειλίσσω — ἐπιμειλίσσω (Α) 1. δίνω, προσφέρω δώρα 2. μέσ. ἐπιμειλίσσομαι καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μειλίσσω «καταπραΰνω» (< μείλια «δώρα προς εξευμενισμό»)] …
6μείλιον — μείλιον, τὸ (Α) βλ. μείλια …
7μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …