μετ-ᾰμείβω

  • 1μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… …

    Dictionary of Greek