μετ-εν-τίθημι

  • 1μεταπαρατίθημι — (Α) μεταφέρω στον λογαριασμό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παρα τίθημι «παραθέτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2μετασυντίθημι — (Α) 1. μεταβάλλω τη διάταξη μιας πρότασης, συντάσσω με διαφορετικό τρόπο 2. (το παθ.) μετασυντίθεμαι τοποθετούμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν τίθημι «συνθέτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 3μετεντίθημι — (Α) (το μέσ.) μετεντίθεμαι 1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο 2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν τίθημι «θέτω, τοποθετώ»] …

    Dictionary of Greek