μετ-εγ-χέω

  • 1μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …

    Dictionary of Greek

  • 2μετεγχέω — (Α) χύνω από ένα αγγείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ χέω «χύνω»] …

    Dictionary of Greek