μετ-αλλάσσω
1ευμετάλλακτος — εὐμετάλλακτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετ αλλάσσω] …
2μεταπαραλλάσσω — (Α) ανταλλάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παρ αλλάσσω «αλλάζω»] …
1ευμετάλλακτος — εὐμετάλλακτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετ αλλάσσω] …
2μεταπαραλλάσσω — (Α) ανταλλάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παρ αλλάσσω «αλλάζω»] …