μετά-στᾰσις

  • 1метаста́з — а, м. мед. Вторичный очаг болезни, появившийся вследствие переноса с током крови или лимфы болезнетворных частиц из первоначального очага. Метастазы рака. [От греч. μεταστασις перемещение] …

    Малый академический словарь

  • 2Metastase — Meta|sta̱se [aus gr. μεταστασις = das Umstellen, Versetzen; die Wanderung] w; , n: Tochtergeschwulst, durch Verschleppung von Geschwulstkeimen (auf dem Lymph oder Blutweg) an vom Ursprungsort entfernt gelegenen Körperstellen entstandener Tumor …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 3αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 4θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 5Metastasis — For the musical composition, see Metastasis (Xenakis composition). Metastasis Classification and external resources Cut surface of a liver showing multiple metastat …

    Wikipedia

  • 6List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …

    Wikipedia

  • 7Métastase — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Métastase (du grec μετάστασις formé de μετά, méta signifiant « au delà » et στασις, stasis pour « position ») peut faire référence… …

    Wikipédia en Français

  • 8στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …

    Dictionary of Greek

  • 9τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… …

    Dictionary of Greek