μετὰ ἱδρῶτος
1συνεξικμάζω — Α αποβάλλω κάτι με μορφή υγρασίας μαζί με κάτι άλλο («διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν τοῡ σώματος ἡ κίνησις... συνεξικμάζει τὰ περιττώματα μετὰ τοῡ ἱδρῶτος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξικμάζω «αποβάλλω υγρασία»] …
1συνεξικμάζω — Α αποβάλλω κάτι με μορφή υγρασίας μαζί με κάτι άλλο («διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν τοῡ σώματος ἡ κίνησις... συνεξικμάζει τὰ περιττώματα μετὰ τοῡ ἱδρῶτος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξικμάζω «αποβάλλω υγρασία»] …