μετωπ-ᾰδόν
1μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …
2μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …
3οκλαδόν — (Α ὀκλαδόν) επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά νεοελλ. με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …