μετωνυμία
1μετωνυμία — μετωνυμίᾱ , μετωνυμία change of name fem nom/voc/acc dual μετωνυμίᾱ , μετωνυμία change of name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2μετωνυμίᾳ — μετωνυμίᾱͅ , μετωνυμία change of name fem dat sg (attic doric aeolic) …
3μετωνυμία — Η χρησιμοποίηση ενός ονόματος στη θέση ενός άλλου. Πρόκειται για λεκτικό τρόπο, στα πλαίσια του οποίου χρησιμοποιείται μια λέξη για να αποδοθεί πιο παραστατικά η δηλούμενη έννοια (για παράδειγμα, ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής). Ως μ. θεωρείται… …
4μετωνυμία — η σχήμα λόγου, όπου χρησιμοποιούμε άλλη λέξη απ αυτήν που έχει κυριολεκτική σημασία, λέμε π.χ., «κεραμίδι», αντί σπίτι: Η έκφραση «δεν έχει κεραμίδι να βάλει το κεφάλι του» είναι μετωνυμία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μετωνυμίας — μετωνυμίᾱς , μετωνυμία change of name fem acc pl μετωνυμίᾱς , μετωνυμία change of name fem gen sg (attic doric aeolic) …
6μετωνυμίαι — μετωνυμίᾱͅ , μετωνυμία change of name fem dat sg (attic doric aeolic) …
7μετωνυμίαν — μετωνυμίᾱν , μετωνυμία change of name fem acc sg (attic doric aeolic) …
8μετωνυμίαις — μετωνυμία change of name fem dat pl …
9μετωνυμίην — μετωνυμία change of name fem acc sg (epic ionic) …
10μετωνυμικός — ή, ό (ΑΜ μετωνυμικός, ή, όν) [μετώνυμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωνυμία. επίρρ... μετωνυμικώς και ά (Α μετωνυμικῶς) με μετωνυμικό τρόπο, με μετωνυμία …