μετριάζω
1μετριάζω — to be moderate pres subj act 1st sg μετριάζω to be moderate pres ind act 1st sg …
2μετριάζω — μετριάζω, μετρίασα βλ. πίν. 35 …
3μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …
4μετριάζω — μετρίασα, μετριάστηκα, μετριασμένος, μειώνω κάτι στο ποσό ή στην ένταση, το κάνω μέτριο: Μετρίασε την ένταση της φωνής του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μετριάζετε — μετριάζω to be moderate pres imperat act 2nd pl μετριάζω to be moderate pres ind act 2nd pl μετριάζω to be moderate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6μετριάζῃ — μετριάζω to be moderate pres subj mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres subj act 3rd sg …
7μετριαζόντων — μετριάζω to be moderate pres part act masc/neut gen pl μετριάζω to be moderate pres imperat act 3rd pl …
8μετριάζει — μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres ind act 3rd sg …
9μετριάζομεν — μετριάζω to be moderate pres ind act 1st pl μετριάζω to be moderate imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
10μετριάζον — μετριάζω to be moderate pres part act masc voc sg μετριάζω to be moderate pres part act neut nom/voc/acc sg …