μετριάζω

  • 91συμμετρώ — συμμετρῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμετρος] 1. μετρώ κάτι από κοινού με κάποιον ή μαζί με κάτι άλλο 2. προσδιορίζω την αναλογία ενός πράγματος σε σχέση με κάτι άλλο, μετρώ κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο αρχ. (μέσ. και παθ.) συμμετροῡμαι, έομαι α) συμπεραίνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 92συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 93σωφρονίζω — ΝΜΑ [σώφρων, ονος] καθιστώ σώφρονα κάποιον, συνετίζω, τόν κάνω να βάλει γνώση (α. «δεν μπόρεσε κανείς να τόν σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πάθη, ορμές) καθιστώ ηπιότερο, καταστέλλω …

    Dictionary of Greek

  • 94τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 95υπανίημι — Α (μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ. β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίημι «χαλαρώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 96υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… …

    Dictionary of Greek

  • 97υποκαταστέλλω — Α καταστέλλω κάπως, μετριάζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + καταστέλλω «κατεβάζω, χαμηλώνω, καταπραΰνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 98υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… …

    Dictionary of Greek

  • 99υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …

    Dictionary of Greek

  • 100υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… …

    Dictionary of Greek