μετριάζω

  • 71κολοβώνω — (AM κολοβῶ, όω, Μ και κολοβώνω) [κολοβός] κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῡσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ) νεοελλ. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω μσν. μετριάζω αρχ. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω …

    Dictionary of Greek

  • 72κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 73κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …

    Dictionary of Greek

  • 74λειαίνω — (Α λειαίνω και λεαίνω) [λείος] 1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 75μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 76μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …

    Dictionary of Greek

  • 77μετρίαση — η (ΑΜ μετρίασις) [μετριάζω] μετριασμός, μετρίασμα …

    Dictionary of Greek

  • 78μετρίασμα — το (Μ μετρίασμα και μετρίασμαν και μιτρίασμα) [μετριάζω] μετρίαση, μετριασμός, περιορισμός μσν. 1. αστεϊσμός, χωρατό 2. σάτιρα 3. διασκέδαση, ευχαρίστηση …

    Dictionary of Greek

  • 79μετριαστής — ο [μετριάζω] 1. αυτός που καθιστά κάτι μέτριο, που μετριάζει 2. (για μηχανές) αυτός που ελαττώνει την ταχύτητα ή την καύση 3. (για πρόσ.) αυτός που αμβλύνει την οξύτητα κάποιου ή που καταπραΰνει κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 80μετριαστικός — ή, ό (Μ μετριαστικός, ή, όν) [μετριάζω] νεοελλ. αυτός που συντελεί στον μετριασμό ή στον κατευνασμό, ανακουφιστικός, καταπραϋντικός, κατασταλτικός μσν. αστείος, μη σοβαρός. επίρρ... μετριαστικά με μετριαστικό τρόπο …

    Dictionary of Greek