μετριάζω
61αποθηλύνω — ἀποθηλύνω (Α) 1. εκθηλύνω κάποιον, τον καθιστώ θηλυπρεπή 2. εξασθενίζω, μετριάζω 3. παράγω φυτά με θηλυκά άνθη …
62βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …
63εκχαλώ — ἐκχαλῶ ( άω) (Α) 1. αφήνω, απολύω, χαλαρώνω 2. μετριάζω 3. (αμτβ.) χαλαρώνομαι, ατονώ …
64εξαμβλύνω — (AM ἐξαμβλύνω) [αμβλύνω] καθιστώ κάτι αμβλύ, τού λειαίνω τις άκρες νεοελλ. ελαττώνω την ένταση, μετριάζω ||αρχ. (για δικαστές) καθιστώ κάποιον εξαιρετικά επιεική …
65επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …
66επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …
67ευκρατώ — εὐκρατῶ, όω (ΑΜ) [εύκρατος] καθιστώ κάτι μέτριο, μετριάζω αρχ. καθιστώ κάτι νηφάλιο («ὕδωρ... εὐκρατοῑ φρένας», Γρηγ. Ναζ.) …
68καταμάχομαι — (Α) 1. κατανικώ κάποιον 2. μτφ. μετριάζω, ελαττώνω …
69κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν …
70κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …