μετριάζω

  • 51μετριάσατε — μετριά̱σατε , μετριάω aor imperat act 2nd pl (attic doric) μετριάζω to be moderate aor imperat act 2nd pl μετριάζω to be moderate aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52μετριάσοντα — μετριά̱σοντα , μετριάω fut part act neut nom/voc/acc pl (attic doric) μετριά̱σοντα , μετριάω fut part act masc acc sg (attic doric) μετριάζω to be moderate fut part act neut nom/voc/acc pl μετριάζω to be moderate fut part act masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 53μετρίαζ' — μετρίαζε , μετριάζω to be moderate pres imperat act 2nd sg μετρίαζε , μετριάζω to be moderate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 54συμμετριάζει — σύν μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg σύν μετριάζω to be moderate pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 55αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 56αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …

    Dictionary of Greek

  • 57αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …

    Dictionary of Greek

  • 58αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω …

    Dictionary of Greek

  • 59απαλύνω — κ. απαλαίνω (Α ἁπαλύνω) νεοελλ. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω καταπραΰνω αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω 2. κάνω κάτι παχύ 3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω …

    Dictionary of Greek

  • 60απαμβλύνω — (Α ἀπαμβλύνω) μειώνω την οξύτητα ή την ένταση, περιορίζω μετριάζω («απαμβλύνω τις ανισότητες, τις αδικίες κ.λπ.») αρχ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, εξασθενίζω την κόψη του 2. παθ. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα και τη δύναμη μου …

    Dictionary of Greek