μετριάζω
101χαλαρώνω — χαλαρῶ, όω, ΝΜΑ [χαλαρός] 1. καθιστώ χαλαρό κάτι, ξεσφίγγω 2. μετριάζω την ένταση νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός («χαλάρωσε το σχοινί») β) γίνομαι πλαδαρός («χαλάρωσε το δέρμα μου») 2. μτφ. α) μειώνεται η έντασή μου (α. «χαλάρωσαν οι… …
102χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …
103ՉԱՓԱՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0574 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c ն. μετριάζω moderor, tempero, modeste ago. Չափ դնել. ի չափու ունել. *Չափաւորեաց արարիչն բնաւորապէս՝ ըստ սահմանի ունել զերկայնութիւն՝ ամենայն ծառոց. Շ. բարձր.: *Ոչ զի մեղիցուք, այլ… …
104ανακουφίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. αφαιρώ ένα μέρος από το βάρος, ξαλαφρώνω: Ο λαός πρέπει να ανακουφιστεί από το βάρος ορισμένων φόρων. 2. παρηγορώ, προσφέρω υλική ή ηθική βοήθεια, μετριάζω σωματικό ή ψυχικό πόνο: Το φάρμακο τον ανακούφισε. – Τα λόγια σου… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
105κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106περιορίζω — περιόρισα, περιορίστηκα, περιορισμένος: 1. κλείνω μέσα: Την περιόρισαν σε μοναστήρι. 2. ελαττώνω, μετριάζω: Περιορίζω τις απαιτήσεις μου, τις δαπάνες, το πιοτό. 3. συγκρατώ, συνετίζω, χαλιναγωγώ, περιμαζεύω: Περιόρισε τα παιδιά της, γιατί… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107χαλαρώνω — χαλάρωσα, χαλαρώθηκα, χαλαρωμένος 1. κάνω κάτι χαλαρό, λασκάρω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω. 2. μετριάζω την ένταση, εξασθενώ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108μετριασάσης — μετριᾱσά̱σης , μετριάω aor part act fem gen sg (attic epic doric ionic) μετριασά̱σης , μετριάζω to be moderate aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …
109μετριάζοι — μετριάζοῑ , μετριάζω to be moderate pres opt act 3rd sg …
110μετριάσαιεν — μετριά̱σαιεν , μετριάω aor opt act 3rd pl (attic doric) μετριάζω to be moderate aor opt act 3rd pl …