μετρητής
1μετρητής — measurer masc nom sg …
2μετρήτης — μετρητής measurer masc nom sg …
3μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …
4μετρητής — ο 1. αυτός που μετράει, ο καταμετρητής. 2. συσκευή μέτρησης: Μετρητής θερμότητας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) …
6μετρηταῖς — μετρητής measurer masc dat pl μετρητός measurable fem dat pl …
7μετρηταί — μετρητής measurer masc nom/voc pl μετρητός measurable fem nom/voc pl …
8μετρητοῦ — μετρητής measurer masc gen sg μετρητός measurable masc/neut gen sg …
9μετρητῇ — μετρητής measurer masc dat sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem dat sg (attic epic ionic) …
10μετρητήν — μετρητής measurer masc acc sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem acc sg (attic epic ionic) …