-
1 μετοχή
[мэтохи] ουσ. Θ. участие,(οικον.) акция,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετοχή
-
2 акция
-
3 причастие
-я ουδ. (γραμμ.) μετοχή•причастие настоящего времени μετοχή ενεστώτα (χρόνου).
-я ουδ.1. παλ. συμμετοχή.2. (εκκλσ.) μετάληψη, κοινωνία. -
4 причастный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. (γραμμ.) μετοχικός, της μετοχής•-ая форма μετοχικός τύπος.
2. (γραμμ.) εμπεριέχων μετοχή•причастный оборот έκφραση με μετοχή.
-
5 акция
I.дип. η ενέργεια, η πράξη.II.фин. η μετοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акция
-
6 деепричастие
грам. η ενεργητική μετοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деепричастие
-
7 пай
эк. η μερίδα, το μερτικό, (акция) η μετοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пай
-
8 причастие
грам. η μετοχή παθητικής φωνήςсубстантивированное - ουσιαστι-κοποιημένη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причастие
-
9 просклонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просклонять
-
10 склонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склонять
-
11 акция
акци||я Iж ком. ἡ μετοχή:\акцияи поднимаются (падают) οἱ μετοχές ἀνεβαίνουν (πέφτουν).акция IIж дип. ἡ ἐνέργεια, ἡ πράξη [-ις]. -
12 деепричастие
дееприча́ст||иес грам. ἡ ἐπιρρηματική μετοχή. -
13 пай
пайм ἡ μερ(δα [-ίς], τό μερτικό (часть)) ἡ μετοχή (акция): -
14 причастие
причастие Iс грам. ἡ μετοχή.причастие IIс рел. ἡ ἀγία μετάδοση, ἡ κοινωνία, ἡ μετάληψη [-ις]. -
15 акциа
[άκτσυα] ουσ. θ. μετοχή -
16 причастие
[πριτσάστιιε] ουσ. ο. (γραμ.) μετοχή -
17 акциа
[άκτσυα] ουσ θ μετοχή -
18 причастие
[πριτσάστιιε] ουσ ο (γραμ) μετοχή -
19 акция
-и θ.(οικον.)1. μετοχή•-ии повышаются οι μετοχές ανεβαίνουν•
-ии падают οι μετοχές πέφτουν.
2. ενέργεια, πράξη•дипломатическая акция διπλωματική ενέργεια.
-
20 деепричастие
-я ουδ. ε πιρρηματική μετοχή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετοχῇ — μετοχή sharing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχή — sharing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετοχή — η 1. συμμετοχή: Συγκεντρώθηκε μεγάλο ποσό χάρη στη μετοχή πολλών δωρητών. 2. (οικον.), τίτλος κινητής αξίας που αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για τη συμμετοχή κάποιου στο κεφάλαιο και τα κέρδη μιας ανώνυμης εταιρείας: Αγόρασα μετοχές μιας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
ονομαστική μετοχή — Βλ. λ. μετοχή … Dictionary of Greek
μετοχῆι — μετοχῇ , μετοχή sharing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχαῖς — μετοχή sharing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχαί — μετοχή sharing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχῆς — μετοχή sharing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχήν — μετοχή sharing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)