Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μετοχή

См. также в других словарях:

  • μετοχῇ — μετοχή sharing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχή — sharing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • μετοχή — η 1. συμμετοχή: Συγκεντρώθηκε μεγάλο ποσό χάρη στη μετοχή πολλών δωρητών. 2. (οικον.), τίτλος κινητής αξίας που αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για τη συμμετοχή κάποιου στο κεφάλαιο και τα κέρδη μιας ανώνυμης εταιρείας: Αγόρασα μετοχές μιας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • ονομαστική μετοχή — Βλ. λ. μετοχή …   Dictionary of Greek

  • μετοχῆι — μετοχῇ , μετοχή sharing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχαῖς — μετοχή sharing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχαί — μετοχή sharing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχῆς — μετοχή sharing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχήν — μετοχή sharing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»