μετενηνεγμένον εἰς ποίησιν

  • 1μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …

    Dictionary of Greek