μετα-δίομαι
1μεταδίομαι — (Α) τρέπω σε φυγή, καταδιώκω («μετά με δρόμοισι διόμενοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δίομαι «διώκω»] …
1μεταδίομαι — (Α) τρέπω σε φυγή, καταδιώκω («μετά με δρόμοισι διόμενοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δίομαι «διώκω»] …