μεταχθόνιος
1μεταχθόνιος — μεταχθόνιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στη γη, στην ξηρά, ο επίγειος («μεταχθονίου χιτῶνος» χιτώνα σαν αυτόν που φορούν οι άνθρωποι στη γη, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χθονός (πρβλ.… …
2μεταχθονίην — μεταχθόνιος to land fem acc sg (epic ionic) …
3μεταχθονίου — μεταχθόνιος to land masc/neut gen sg …