μεταφέρω ως το σπίτι
1κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… …
2μετακομίζω — (ΑM μετακομίζω) [κομίζω] μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, διακομίζω (α. «πρέπει να μετακομίσω τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο» β. «ἁρπάσασαι γὰρ τὸ ἄγαλμα αἱ τῆς ἑστίας ἱέρειαι παρθένοι διὰ μέσης τῆς ἱερᾱς ὁδοῡ εἰς τὴν τοῡ βασιλέως αὐλὴν… …
3ανοικίζω — ἀνοικίζω (Α) [οικίζω] Ι. ενεργ. 1. καταργώ μια πόλη μεταφέροντας αλλού τους κατοίκους της 2. αποικίζω εκ νέου μια πόλη, εγκαθιστώ σ’ αυτή νέους κατοίκους II. (μέσ. κ. παθ.) 1. μετακομίζω, μεταφέρω το σπίτι μου στο εσωτερικό ή σε ψηλότερο μέρος… …
4εκκομίζω — (AM ἐκκομίζω) 1. μεταφέρω, μετακομίζω 2. κηδεύω αρχ. 1. εξάγω 2. προφυλάσσω, διασώζω 3. μετοικώ 4. φέρνω στο σπίτι ή στην πατρίδα 5. υποφέρω ώς το τέλος 6. μέσ. παίρνω όσα μού οφείλουν …
5ξεσέρνω — και ξεσούρνω 1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω 2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι») 4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες 5. (για ποταμό) παρασύρω τα …
6προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… …
7εγκλίνω — μτβ. και αμτβ. 1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω. 2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι. 3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)