μετατροπή

  • 91αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …

    Dictionary of Greek

  • 92αιμάτωση — η (Α αἱμάτωσις) [αἱματῶ] νεοελλ. 1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής τού σώματος 2. ρύση αίματος από αγγεία τού σώματος·|| αρχ. μετατροπή σε αίμα, αιματοποίηση …

    Dictionary of Greek

  • 93ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …

    Dictionary of Greek

  • 94αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… …

    Dictionary of Greek

  • 95αλατοποίηση — η η μετατροπή του θαλάσσιου νερού σε αλάτι με τη μέθοδο τής εξάτμισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλατοποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιήσιμος] …

    Dictionary of Greek

  • 96αλευροποίηση — η (Τροφ. Τεχνολ.) η πρώτη μετατροπή τού σπόρου σιτηρών ή και οσπρίων με μηχανικά μέσα σε αλεύρι. Επιτυγχάνεται με ειδική κατεργασία τών σπόρων που συνίσταται σε θρυμματισμό και κονιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος από το αλευροποιώ] …

    Dictionary of Greek

  • 97αλλαξοσύνη — η [αλλάζω] μεταβολή, μετατροπή, αλλαγή γνώμης …

    Dictionary of Greek

  • 98αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 99αλλοτροπισμός — ο Χημ. η μετατροπή μιας αλλοτροπικής μορφής, ενός στοιχείου ή μιας ενώσεως, σε μια άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allotropism < allo (πρβλ. αλλο ) + tropism (πρβλ. τροπισμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 100ανθρακοποίηση — η η μετατροπή ξύλου ή άλλης ζωικής ή φυτικής ύλης σε άνθρακα, το καρβούνιασμα …

    Dictionary of Greek