μετατροπή

  • 41ηλεκτροακουστικός — ή, ό φυσ. 1. αυτός που αναφέρεται στη μετατροπή τής ακουστικής ενέργειας σε ηλεκτρική και αντιστρόφως 2. αυτός που αναφέρεται στη μετατροπή τών ακουστικών κυμάτων σε ηλεκτρικά και αντιστρόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroacoustric… …

    Dictionary of Greek

  • 42ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… …

    Dictionary of Greek

  • 43καρκινοποίηση — η ιατρ. η μετατροπή σε καρκίνο, η μετατροπή ή εξαλλαγή μιας προϋπάρχουσας καλοήθους βλάβης σε καρκίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. cancerisation] …

    Dictionary of Greek

  • 44κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …

    Dictionary of Greek

  • 45κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …

    Dictionary of Greek

  • 46κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 47κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 48μετάβαση — η (ΑM μετάβασις) [μεταβαίνω] 1. η αλλαγή θέσης, η μετατόπιση από μία θέση σε άλλη ή η μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο (α. «η μετάβαση από την Αθήνα στον Βόλο» β. «πάλιν εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν μετάβασιν ἑαυτοῡ παρέβαλλε ταῑς βασιλέως ἔαρος μὲν ἐν …

    Dictionary of Greek

  • 49μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… …

    Dictionary of Greek

  • 50μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… …

    Dictionary of Greek