μετατροπή

  • 121δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 122δραχμοποίηση — η η μετατροπή ξένου νομίσματος ή επιταγών, μετοχών κ.λπ. σε δραχμές …

    Dictionary of Greek

  • 123δυσαναλογία — Η έλλειψη αναλογίας, συμμετρίας. (Χημ.) Οξειδοαναγωγικό, διαμοριακό φαινόμενο, που συντελείται όταν δύο μόρια αλδεϋδών ειδικού χημικού τύπου υποβάλλονται σε αντίδραση με την παρουσία ισχυρών αλκάλεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένα από τα δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 124εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 125ειδωλοποίηση — η (Α εἰδωλοποίηση) νεοελλ. η μετατροπή κάποιου σε είδωλο, η κατασκευή ειδώλου αρχ. ο σχηματισμός εικόνων με τη φαντασία …

    Dictionary of Greek

  • 126εκβίαση — Νομικός όρος του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 385 του Ποινικού Κώδικα όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 127εκγαλάκτωσις — ἐκγαλάκτωσις, η (Α) μετατροπή σε γαλακτώδη χυμό …

    Dictionary of Greek

  • 128εκζεματοποίηση — η η μετατροπή δερματικής βλάβης σε έκζεμα …

    Dictionary of Greek