μετατροπή

  • 111γαλακτικός — ή, ό (Α γαλακτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται απ αυτό 2. φρ. α) «γαλακτική ζύμωση» η μετατροπή σακχάρου σε γαλακτικό οξύ 6) «γαλακτικό οξύ» οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 112γνέσιμο — το [γνέθω] μετατροπή μαλλιού, μπαμπακιού κ.λπ. σε νήμα, το κλώσιμο …

    Dictionary of Greek

  • 113δημοσιοποίηση — η η ολική ή μερική μετατροπή μιας ιδιωτικής επιχείρησης σε δημόσια …

    Dictionary of Greek

  • 114διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 115διασκευή — η (Α διασκευή) 1. διαρρύθμιση, τακτοποίηση, διόρθωση 2. τροποποίηση, μετατροπή λογοτεχνικού κειμένου αρχ. 1. διακόσμηση 2. ενδυμασία, στολή 3. διασκευαί εντυπωσιακές φράσεις …

    Dictionary of Greek

  • 116διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 117διαχρωμία — η (φωτογρ.) φωτογραφική μέθοδος περιορισμένης χρήσεως με την οποία στερεοποιείται το χρώμα μιας φωτογραφίας μετά από χρωματισμό της με στυπτηρία*, η μετατροπή μιας μαυρόασπρης φωτογραφίας σε έγχρωμη …

    Dictionary of Greek

  • 118διπλασιασμός — ο (AM διπλασιασμός) [διπλασιάζω] 1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο 2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου αρχ. 1. γραμμ. αναδιπλασιασμός 2. στρ. η μετατροπή τής παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους …

    Dictionary of Greek

  • 119διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …

    Dictionary of Greek

  • 120διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… …

    Dictionary of Greek