μεταρρίπτω
1μεταρριπτώ — μεταρριπτῶ, έω (Α) μεταρρίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταρρίπτω κατά τα συνηρ. ρ.] …
2μεταρρίπτω — (ΑΜ) 1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο αρχ. παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.) …
3μεταρρῖψαι — μεταρρίπτω toss from side to side aor inf act …
4μεταρρίπτει — μεταρρί̱πτει , μεταρρίπτω toss from side to side pres imperat act 2nd sg (attic epic) μεταρρί̱πτει , μεταρρίπτω toss from side to side pres ind mp 2nd sg μεταρρί̱πτει , μεταρρίπτω toss from side to side pres ind act 3rd sg μεταρρί̱πτει ,… …
5μεταρριπτουμένας — μεταρρῑπτουμένᾱς , μεταρρίπτω toss from side to side pres part mp fem acc pl (attic epic doric) μεταρρῑπτουμένᾱς , μεταρρίπτω toss from side to side pres part mp fem gen sg (doric) …
6μεταρριφέντων — μεταρρῑφέντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor part pass masc/neut gen pl μεταρρῑφέντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor imperat pass 3rd pl …
7μεταρριψάντων — μεταρρῑψάντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor part act masc/neut gen pl μεταρρῑψάντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor imperat act 3rd pl …
8μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …
9ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …
10μεταρριπτεῖσθαι — μεταρρῑπτεῖσθαι , μεταρρίπτω toss from side to side pres inf mp (attic epic) …