μεταπέμπομαι

  • 1μεταπέμπομαι — μεταπέμπω send after pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μεταπέμπω — (Α μεταπέμπω) (συν. το παθ.) μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον να έλθει μέσω απεσταλμένου μου, στέλνω και προσκαλώ κάποιον («ὁ Κροῑσος μεταπέμπεται τόν... Ἄδρηστον», Ηρόδ.) αρχ. παθ. (σχετικά με πράγματα) παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 3προσμεταπέμπομαι — Α 1. ζητώ κάτι από κάποιον με απεσταλμένους 2. στέλνω και προσκαλώ κάποιον ακόμη 3. (σχετικά με επίδικες υποθέσεις) επιδίδω υπόμνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μεταπέμπομαι «παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι, στέλνω και προσκαλώ κάποιον»] …

    Dictionary of Greek