μεταπλασμός
1μεταπλασμός — metaplasm masc nom sg …
2μεταπλασμός — ο (ΑΜ μεταπλασμός) [μεταπλάθω] 1. η μετάπλαση 2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς (δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ*) με σιγουριά για την αλκή του, τη… …
3μεταπλασμός — ο η μετάπλαση (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μεταπλασμοί — μεταπλασμός metaplasm masc nom/voc pl …
5μεταπλασμοῦ — μεταπλασμός metaplasm masc gen sg …
6μεταπλασμῶν — μεταπλασμός metaplasm masc gen pl …
7μεταπλασμῷ — μεταπλασμός metaplasm masc dat sg …
8μεταπλασμόν — μεταπλασμός metaplasm masc acc sg …
9-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… …
10Metaplasm — This article is about the grammatical term. For the biological term, see Metaplasia. A metaplasm[1] is a change in the orthography (and hence phonology) of a word. Originally it referred to techniques used in Ancient Greek and Latin poetry, or… …