μεταπειστός
1μεταπειστός — open to persuasion masc/fem nom sg …
2μεταπειστός — ή, ό (Α μεταπειστός, ή, όν και μετάπειστος, η, ον) [μεταπείθω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.) …
3μεταπειστόν — μεταπειστός open to persuasion masc/fem acc sg μεταπειστός open to persuasion neut nom/voc/acc sg …
4αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] …