μετανάστης
1Μετανάστης — one who has left his home masc nom sg …
2μετανάστης — one who has left his home masc nom sg μετανίστημι remove from his aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …
3μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …
4μετανάστης — ο θηλ. άστρια αυτός που εγκαταλείπει με τη θέλησή του τον τόπο του και εγκαθίσταται σε άλλον για να βελτιώσει τις βιοτικές του, κυρίως, συνθήκες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μετανάσται — μετανάστης one who has left his home masc nom/voc pl μετανάστᾱͅ , μετανάστης one who has left his home masc dat sg (doric aeolic) …
6Μεταναστῶν — Μετανάστης one who has left his home masc gen pl …
7μεταναστῶν — μετανάστης one who has left his home masc gen pl …
8Μετανάσταις — Μετανάστης one who has left his home masc dat pl …
9μετανάσταις — μετανάστης one who has left his home masc dat pl …
10Μετανάστην — Μετανάστης one who has left his home masc acc sg (attic epic ionic) …