μεταλλ-άω

  • 51τροστίτης — ο, Ν (μεταλλ.) μια από τις μορφές τού περλίτη η οποία έχει ομοιόμορφο ιστό και αποτελεί ένα από τα συστατικά τού χάλυβα …

    Dictionary of Greek

  • 52τυμβωρύχος — ο, ΝΜΑ αυτός που ανοίγει τάφους για να τούς συλήσει νεοελλ. μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος μσν. ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του αρχ. αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών …

    Dictionary of Greek

  • 53τύπωση — η / τύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. εκτύπωση («τύπωση κειμένου») 2. (μεταλλ. χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 54υδρομεταλλουργία — η, Ν (μεταλλ. χημ.) το σύνολο τών διαδικασιών και τεχνικών εξαγωγής τών μετάλλων που περιέχονται σε ένα ακατέργαστο ή εμπλουτισμένο μετάλλευμα με διαλυτοποίησή του μέσα σε ένα υδατικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrometallurgy < …

    Dictionary of Greek

  • 55υδρομεταλλουργικός — ή, ό, Ν [υδρομεταλλουργία] (μεταλλ. χημ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομεταλλουργία («υδρομεταλλουργικές τεχνικές») …

    Dictionary of Greek

  • 56υπερελαφρός — ά, ό / ὑπερέλαφρος, ον, ΝΑ υπερβολικά ελαφρός νεοελλ. φρ. «υπερελαφρά κράματα» (μεταλλ.) ελαφρά κράματα τών οποίων η πυκνότητα είναι μικρότερη από 2 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστόμετρο και τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελαφρές κατασκευές και ιδίως… …

    Dictionary of Greek

  • 57υπερθέρμανση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερθερμαίνω, θέρμανση που υπερβαίνει το κανονικό ή το επιτρεπτό όριο 2. (μεταλλ.) υπέρμετρη θέρμανση μετάλλου ή κράματος, χωρίς αυτό να υποστεί μερική ή ολική τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθερμαίνω. Η λ., στον… …

    Dictionary of Greek

  • 58χαλκόλιθος — ο / χαλκόλιθος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης 2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων… …

    Dictionary of Greek

  • 59χρυσοεψητείον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἔνθα χωνεύουσι καὶ ἕψουσι τὸν χρυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἑψητής «χύτης» (< ἕψω) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μεταλλ εῖον)] …

    Dictionary of Greek

  • 60χρυσωρύχος — ο, ΝΜΑ άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό νεοελλ. μσν. εργάτης σε χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek