μεταλλ-άω

  • 41σταλόυ — το, Ν άκλ. (μεταλλ.) ειδικός χάλυβας ο οποίος περιέχει 96, 2% σίδηρο, 3, 4% πυρίτιο, 0, 32% μαγγάνιο καθώς και ίχνη άνθρακα, θείου και φωσφόρου και χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή ελασμάτων μετασχηματιστών και μεμβρανών μεγαφώνων …

    Dictionary of Greek

  • 42συγκόλλημα — το /συγκόλλημα, ΝΑ [συγκολλῶ] το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τού ίδιου αντικειμένου, συγκόλληση νεοελλ. (μεταλλ.) εύτηκτη τέφρα η οποία επικολλάται στη σχάρα τών εστιών ή σκωρία που σχηματίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 43τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 44ταφρωρύχος — ο, ΝΜΑ, ταφρορύκτης («καὶ τρίτος ταφρωρύχος Ἀλεξάνδρῳ συνών»,Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 45ταχυχάλυβας — ο, Ν (μεταλλ.) χάλυβας προοριζόμενος για κατασκευή εργαλείων κοπής που λειτουργούν με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς η επερχόμενη θέρμανσή τους να ελαττώνει τη σκληρότητά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. acier rapide < acier …

    Dictionary of Greek

  • 46τεταρτοποίηση — η, Ν (μεταλλ.) μέθοδος παρασκευής κράματος χρυσού αργύρου κατά την οποία επιδιώκεται τέτοια περιεκτικότητα σε χρυσό ώστε αυτός να αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο περίπου τού ολικού βάρους τού κράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + ποιώ] …

    Dictionary of Greek

  • 47τοιχωρύχος — ο, ΝΑ 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους 2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης αρχ. ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 48τρίπλεξ — το, Ν άκλ. (μεταλλ.) μέθοδος κατεργασίας τού χάλυβα, κατά την οποία δημιουργούνται τρία στρώματα: το εσωτερικό, που αποτελείται από μαλακό χάλυβα και διατηρεί την ελαστικότητα τού τεμαχίου, και τα δύο εξωτερικά στρώματα, που σχηματίζονται στις… …

    Dictionary of Greek

  • 49τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… …

    Dictionary of Greek

  • 50τροπικοποίηση — η, Ν 1. (τεχνολ. χημ.) η κατεργασία τής επιφάνειας ενός υλικού έτσι ώστε αυτό να γίνει ανθεκτικό στις επιδράσεις τού τροπικού κλίματος 2. (μεταλλ.) κατεργασία για την προστασία τής επιφάνειας τεμαχίων από χάλυβα τα οποία έχουν επιψευδαργυρωθεί ή… …

    Dictionary of Greek