μεταλλ-άω

  • 31σιδηροπυρίτιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και πυριτίου, που χρησιμοποιείται κατά την παραγωγή τού χάλυβα ως μέσο προσθήκης πυριτίου, ως αντιοξειδωτικό και ως αναγωγικό τής σκωρίας, καθώς και κατά την παραγωγή χυτοσιδήρου …

    Dictionary of Greek

  • 32σιδηροτιτάνιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και τιτανίου, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ειδικών χαλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrotitanium < ferro (< λατ. ferrum «σίδηρος») + titanium «τιτάνιο» (< Τιτάν, άνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 33σκληραλουμίνιο — το, Ν (μεταλλ.) άλλη ονομασία για το ντουραλουμίνιο …

    Dictionary of Greek

  • 34σκληραργίλιο — το, Ν (μεταλλ.) λόγια ονομασία τού ντουραλουμινίου, αλλ. σκληραλουμίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αργίλιο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. duralumin] …

    Dictionary of Greek

  • 35σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… …

    Dictionary of Greek

  • 36σκραπ — (I) Ν φρ. «δεν ξέρω σκραπ» δεν ξέρω απολύτως τίποτε, δεν έχω ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrap «ίχνος, κομματάκι»]. (II) το, Ν άκλ. (μεταλλ.) περιληπτική ονομασία για τα παλαιά, χρησιμοποιημένα μέταλλα τα οποία συλλέγονται και επαναχυτεύονται… …

    Dictionary of Greek

  • 37σμυριδωρύχος — ο, Ν εργάτης σμυριδωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + ωρύχος (< ορύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 38σουπερμαλόυ — το, Ν (μεταλλ.) υψηλής μαγνητικής διαπερατότητας κράμα νικελίου μολυβδαινίου, χρησιμοποιούμενο στα μαγνητικά υλικά …

    Dictionary of Greek

  • 39σπίναλ — το, Ν (μεταλλ.) εμπορική ονομασία μιας σειράς μαγνητικών κραμάτων …

    Dictionary of Greek

  • 40σπίναλορ — το, Ν (μεταλλ.) εμπορική ονομασία μιας σειράς μαγνητικών κραμάτων …

    Dictionary of Greek