μεταλλ-άω

  • 21πλύση — η / πλύσις, εως, ΝΜΑ [πλύνω] το να πλένει κανείς κάτι ή να πλένεται, ο καθαρισμός με νερό νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών ρούχων με νερό και απορρυπαντικά, η μπουγάδα («έχουμε πλύση») 2. (σχετικά με πληγές) απολυμαίνω με αντισηπτικό («πλύσεις με… …

    Dictionary of Greek

  • 22προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 23ριζωρύχος — ὁ, Α (για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος, τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 24σεμεντίτης — ο, Ν (μεταλλ.) καρβίδιο τού σιδήρου που απαντά υπό μορφή στερεού διαλύματος στον χάλυβα και στον χυτοσίδηρο …

    Dictionary of Greek

  • 25σεραρδίωση — η, Ν (μεταλλ.) μέθοδος επικάλυψης τής επιφάνειας χαλύβδινων αντικειμένων με θερμική διάχυση στρώματος ψευδαργύρου για την προστασία τους από την διάβρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sherardize από το όνομα τού Άγγλου… …

    Dictionary of Greek

  • 26σιδηροδημήτριο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και δημητρίου, το οποίο κατά την κρούση παράγει σπινθήρες και χρησιμοποιείται ως πυρόλιθος στους αναπτήρες …

    Dictionary of Greek

  • 27σιδηρομαγγάνιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και μαγγανίου που χρησιμοποιείται για την κάθαρση και την επεξεργασία τών χαλύβων …

    Dictionary of Greek

  • 28σιδηρομολυβδαίνιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και μολυβδαινίου που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή μολυβδαινίου στους ειδικούς χάλυβες και χυτοσιδήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferromolybdenum < ferro (< λατ. ferrum «σίδηρος») +… …

    Dictionary of Greek

  • 29σιδηρονικέλιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και νικελίου, που βρίσκει ευρύτατες εφαρμογές και χρήσεις λόγω τών ειδικών ιδιοτήτων του θερμικής διαστολής, τών μαγνητικών ιδιοτήτων του και τής αντοχής του στη διάβρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ως προς το α συνθετικό και… …

    Dictionary of Greek

  • 30σιδηρονικελιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (μεταλλ.) αυτός που περιέχει σίδηρο και νικέλιο («σιδηρονικελιούχο κράμα») …

    Dictionary of Greek