μεταλλ-άω

  • 11ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …

    Dictionary of Greek

  • 12κάδμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cd. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 48, ατομική μάζα 112,41 και οκτώ σταθερά ισότοπα. Το παρατήρησε για πρώτη φορά το 1817 ο Γερμανός χημικός Στρόμεγιερ (1776 1835) στον… …

    Dictionary of Greek

  • 13κασαυρείον — κασαυρεῑον και κασαύριον και κασώριον, τὸ (Α) πορνείο, χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαύρα + κατάλ. εῖον (πρβλ. πορν είον, κυλικ είον, μεταλλ είον)] …

    Dictionary of Greek

  • 14κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… …

    Dictionary of Greek

  • 15μετάλλιο — το τεμάχιο μετάλλου, συνήθως σε σχήμα νομίσματος, που φέρει χαραγμένη ή ανάγλυφη παράσταση ή επιγραφή και δίνεται ως αναμνηστικό σημαντικού γεγονότος ή τόπου ή ως ένδειξη τιμής σε ένα πρόσωπο για αξιόλογη πράξη ή για προσφερθείσα υπηρεσία (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 16μεταλίκι — και μεταλλίκι το παλαιό τουρκικό χάλκινο νόμισμα, αξίας δέκα παράδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. metelik < μεταλλ ικόν. Ο τ. μεταλλίκι μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Εστία] …

    Dictionary of Greek

  • 17μικροδιακενώσεις — οι (μεταλλ.) μικρά κενά που εμφανίζονται κατά την πήξη τών μετάλλων στα όρια τών στερεοποιούμενων κρυστάλλων …

    Dictionary of Greek

  • 18μικροδομή — η (χημ. μεταλλ.) η κρυσταλλική δομή ενός μετάλλου ή κράματος η οποία είναι δυνατό να παρατηρηθεί μόνο στο οπτικό μικροσκόπιο ή στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, μετά από κατάλληλη προεργασία τών δοκιμίων, αλλ. μικροκρυσταλλική δομή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 19μικροσκληρότητα — η (φυσ. μεταλλ.) το μέγεθος τής σκληρότητας ενός μεταλλικού συνήθως υλικού, που μετρείται με εφαρμογή ασθενούς φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. microdurete] …

    Dictionary of Greek

  • 20μικροτόμος — ο 1. (χημ. μεταλλ.) όργανο με τη βοήθεια τού οποίου παρασκευάζονται λεπτά δοκίμια υλικών προοριζόμενα να υποβληθούν σε μικροσκοπική εξέταση 2. βιολ. όργανο με το οποίο τέμνονται σε λεπτότατα τεμάχια ιστοί φυτών ή ζώων που έχουν σκληρυνθεί… …

    Dictionary of Greek