-
1 вода
вода ж 1) το νερό горячая (холодная) \вода το ζεστό (κρύο) νερό кипячёная \вода το βρασμένο νερό минеральная – το μεταλλικό νερό питьевая \вода το πόσιμο (или γλυκό) νερό газированная \вода η γκαζόζα 2) мн. (лечебные) воды τα ιαματικά νερά* * *ж1) το νερόгоря́чая (холо́дная) вода́ — το ζεστό (κρύο) νερό
кипячёная вода́ — το βρασμένο νερό
минера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό
питьева́я вода́ — το πόσιμο ( или γλυκό) νερό
газиро́ванная вода́ — η γκαζόζα
2) мн.(лече́бные) во́ды — τα ιαματικά νερά
-
2 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
3 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
4 минеральный
минеральный μεταλλικός, ορυκτός* \минеральныйая вода το μεταλλικό νερό* * *μεταλλικός, ορυκτόςминера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό
-
5 боржом
боржомм (вода) τό μπορζόμ (μεταλλικό νερό). -
6 мниеральный
мниеральн||ыйприл ὀρυκτός, μεταλλικός:\мниеральныйая вода τό μεταλλικό νερό· \мниеральныйые вещества οἱ μεταλλικές οὐσίες· \мниеральныйое масло τό ὀρυκτέλαιο[ν]· \мниеральныйые удобрения χά χημικά λιπάσματα. -
7 боржом
[μπαρζόμ] ουσ. α. μπορζόμ, μεταλλικό νερό -
8 боржом
[μπαρζόμ] ουσ α μπορζόμ, μεταλλικό νερό -
9 минеральный
επ.ορυκτός, μεταλλικός•-ые вещества μεταλλικές ουσίες•
-ое топливо ορυκτέλαιο καύσιμο•
-ая вода μεταλλικό νερό•
минеральный источник πηγή μεταλλικού νερού•
-ые богатства ορυκτός πλούτος•
-ое масло ορυκτέλαιο.
-
10 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
См. также в других словарях:
σελτς — ή σέλτερς, το, Ν άκλ. φρ. «σελτς [ή σέλτερς] νερό» φυσικό υπόξινο αεριούχο μεταλλικό νερό, το οποίο αναβλύζει από την ομώνυμη οξυπηγή στο χωριό Σέλτερς τής Πρωσίας … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
Εβιάν-λε-Μπεν — (Evian Les Bains). Λουτρόπολη (περ. 7.000 κάτ.) της Γαλλίας στον νομό της Άνω Σαβοΐας, γνωστή για τις ιαματικές της πηγές. Το μεταλλικό νερό της Ε. εμφιαλώνεται και εξάγεται σε όλο τον κόσμο. Η κωμόπολη βρίσκεται στη νότια όχθη της λίμνης της… … Dictionary of Greek
αεροκιβώτιο — Μεταλλικό δοχείο συνήθως σε σχήμα κώδωνα, που περικλείει αέρια μάζα και το οποίο προσαρμόζεται από το ανοιχτό του στόμιο σε σωλήνες που τροφοδοτούν (με τη βοήθεια καταθλιπτικής αντλίας) με νερό τα διάφορα τμήματα των ατμομηχανών και γενικότερα… … Dictionary of Greek
λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
θερμοστάτης — Συσκευή ευαίσθητη στη θερμοκρασία του χώρου όπου βρίσκεται (αέρας, αέριο, υγρό κλπ.), η οποία παρέχει αυτόματα μία εντολή χειρισμού, όταν η θερμοκρασία φτάσει την τιμή για την οποία έχει αυτός ρυθμιστεί. Ο συνηθέστερος τύπος θ. είναι ο ηλεκτρικός … Dictionary of Greek
ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… … Dictionary of Greek
λέβητας ή καζάνι — Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής … Dictionary of Greek