μεταλαβεῖν

  • 1μεταλαβεῖν — μεταλαμβάνω have aor inf act (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …

    Dictionary of Greek

  • 3ELISEUS vel ELIZEUS — ELISEUS, vel ELIZEUS propheta, Eliae discipulus, filii Saphat, duodecim miraculis inclitus, 1. Reg. c. 19. v. 16. et 19. Dei salus. vel Deus salvans, Eliae in prophetico munere successit; filium hospitae suae suscitavit: Naaman Syrum a lepra… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… …

    Dictionary of Greek