μετακύμιος ἄτας

  • 1μετακύμιος — μετακύμιος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.… …

    Dictionary of Greek