μετακινητός
1μετακινητό — ή, ό (Α μετακινητός, ή, όν) [μετακινώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί αρχ. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, μεταβλητός («βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία», Θουκ.) …
2φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μετακινητούς — μετακῑνητούς , μετακινητός to be disturbed masc acc pl …
4μετακινητή — μετακῑνητή , μετακινητός to be disturbed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5μετακινητήν — μετακῑνητήν , μετακινητός to be disturbed fem acc sg (attic epic ionic) …
6μετακινητῷ — μετακῑνητῷ , μετακινητός to be disturbed masc/neut dat sg …