μετακιάθω
1μετακιάθω — (Α) (μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.) 2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.) 3. πηγαίνω σε επίσκεψη 4. μεταβαίνω για… …
2μετεκίαθον — μετεκί̱αθον , μετακιάθω follow after imperf ind act 3rd pl μετεκί̱αθον , μετακιάθω follow after imperf ind act 1st sg …
3κιάθω — (Α) (εκτετ. τ. τού κίω) μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω*, εκτός τού «ἐκίαθεν ἐπορεύετο» τού Ησύχ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω] …
4μετεκίαθε — μετεκί̱αθε , μετακιάθω follow after imperf ind act 3rd sg …
5μετεκίαθεν — μετεκί̱αθεν , μετακιάθω follow after imperf ind act 3rd sg …