μεταγράφω
1μεταγράφω — copy pres subj act 1st sg μεταγράφω copy pres ind act 1st sg …
2μεταγράφω — μεταγράφω, μετέγραψα βλ. πίν. 13 …
3μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …
4μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μεταγεγραμμένα — μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc pl μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc/acc dual μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6μεταγράψει — μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg (epic) μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg μεταγράφω copy fut ind act 3rd sg …
7μεταγράψῃ — μεταγράφω copy aor subj mid 2nd sg μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg …
8μεταγεγραμμένον — μεταγράφω copy perf part mp masc acc sg μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc sg …
9μεταγραφομένων — μεταγράφω copy pres part mp fem gen pl μεταγράφω copy pres part mp masc/neut gen pl …
10μεταγραφέντα — μεταγράφω copy aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταγράφω copy aor part pass masc acc sg …