μεταγράφω

  • 91μετέγραψεν — μεταγράφω copy aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 92μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …

    Dictionary of Greek

  • 93αμετάγραπτος — και φος, η, ο (Μ ἀμετάγραπτος, ον) [μεταγράφω] αυτός που δεν μεταγράφηκε, αυτός, τού οποίου δεν έγινε αντίγραφο νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί στο βιβλίο μεταγραφών τού υποθηκοφυλακείου 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξαναγραφεί …

    Dictionary of Greek

  • 94γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …

    Dictionary of Greek

  • 95μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …

    Dictionary of Greek

  • 96μεταγραφέας — ο (ΑM μεταγραφεύς, έως) [μεταγράφω] νεοελλ. αυτός που μεταγράφει, που μεταβάλλει τη γραφή μιας λέξης μσν. αρχ. αντιγραφέας …

    Dictionary of Greek

  • 97μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …

    Dictionary of Greek

  • 98μετασηκώνω — και ματασηκώνω 1. εγείρω ή σηκώνω κάτι εκ νέου, ξανασηκώνω («από τον καιρό που έπεσε στο κρεβάτι δεν ματασηκώθηκε πια») 2. (στη λογιστική) αντιγράφω, μεταγράφω («θα μετασηκώσω τον λογαριασμό») …

    Dictionary of Greek

  • 99μετεγγράφω — (Α μετεγγράφω) 1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω 2. εγγράφω σε νέο κατάλογο 3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω …

    Dictionary of Greek

  • 100συντελίσκω — Α μεταγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελίσκω «αποπερατώνω» (< τέλος)] …

    Dictionary of Greek