μεταβόλος
1μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… …
2μετάβολος — changeable masc/fem nom sg …
3μετάβολον — μετάβολος changeable masc/fem acc sg μετάβολος changeable neut nom/voc/acc sg …
4μεταβόλου — μετάβολος changeable masc/fem/neut gen sg …
5μεταβόλους — μετάβολος changeable masc/fem acc pl …
6μεταβόλων — μετάβολος changeable masc/fem/neut gen pl …
7μεταβόλῳ — μετάβολος changeable masc/fem/neut dat sg …
8μετάβολα — μετάβολος changeable neut nom/voc/acc pl …
9μετάβολοι — μετάβολος changeable masc/fem nom/voc pl …
10ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… …
- 1
- 2