μεταβατικός
11μεταβατικῆς — μεταβατικός able to pass from one place to another fem gen sg (attic epic ionic) …
12μεταβατικῇ — μεταβατικός able to pass from one place to another fem dat sg (attic epic ionic) …
13μεταβατική — μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
14μεταβατικήν — μεταβατικός able to pass from one place to another fem acc sg (attic epic ionic) …
15μεταβατικῶς — μεταβατικός able to pass from one place to another adverbial …
16μεταβατικῷ — μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut dat sg …
17αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …
18διαβατικός — ή, ό (Α διαβατικός, ή, όν) ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός αρχ. 1. ο οξύς, ο διαπεραστικός 2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει 3. (στη Γραμματική) μεταβατικός …
19διαβιβαστικός — ή, ό (ΑΜ διαβιβαστικός, ή, όν) διαβιβαστήριος αρχ. 1. (ως γραμματικός όρος) ο μεταβατικός 2. αυτός που προσφέρει ή παρέχει εύκολη διάβαση …
20και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …