μετέωρα τα
1μετεώρα — μετεώρᾱ , μετά ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd sg (ionic) …
2Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …
3Μετεώρα — Sp Meteorà Ap Μετεώρα/Meteora L C Graikija …
4Μετέωρα — τα ομάδα ψηλών και απόκρημνων βράχων κοντά στην Καλαμπάκα πάνω στους οποίους έχουν χτιστεί μοναστήρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μετέωρα — μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc pl …
6μετέωρ' — μετέωρα , μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc pl μετέωρε , μετέωρος raised from off the ground masc/fem voc sg …
7μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …
8Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …
9Θεοφάνης Στρελίτζας — (16ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος, ο επιλεγόμενος Μπαθάς και Κρης. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της κρητικής σχολής (1559). Ύστερα από έναν γάμο από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Συμεών και τον Νεόφυτο, μοναχούς και ζωγράφους …
10ВАРЛААМА МУЖСКОЙ МОНАСТЫРЬ ВО ИМЯ ВСЕХ СВЯТЫХ — Мон рь Варлаама. Метеоры Мон рь Варлаама. Метеоры [греч. Βαρλαάμ], в комплексе Метеорских монастырей (Стагонская и Метеорская митрополия Элладской Церкви). Расположен на скале высотой 373 м в 11 км от г. Каламбака. Получил название по имени… …