μετέσχε τῆς ξυνοικήσεως

  • 1συνοίκηση — η / συνοίκησις, ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ] 1. συγκατοίκηση 2. συμβίωση άνδρα και γυναίκας νεοελλ. βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την …

    Dictionary of Greek